- καταπηδήσας
- καταπηδήσᾱς , καταπηδάωleap downaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)καταπηδήσᾱς , καταπηδάωleap downaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπάλμενος — καταπάλμενος, ὁ (Α) 1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος καταπηδήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί *κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι*] … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek